- πριμάζ
- Νάκλ. όρος τών φορτωτικών εγγράφων στις ναυτεμπορικές συμφωνίες σύμφωνα με τον οποίο εισπράττεται επιπρόσθετος ναύλος, που δικαιολογείται με την πρόσθετη εργασία κατά τη φόρτωση και στοιβασία τού φορτίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. primage «πρόσθετη αμοιβή, φιλοδώρημα προς τον πλοίαρχο»].
Dictionary of Greek. 2013.